- μωκία
- μωκίᾱ , μωκίαfem nom/voc/acc dualμωκίᾱ , μωκίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μωκία — μωκία, ἡ (ΑΜ) [μωκός] χλευασμός με μορφασμό προσώπου, κοροϊδευτική γκριμάτσα … Dictionary of Greek
μωκίας — μωκίᾱς , μωκία fem acc pl μωκίᾱς , μωκία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωκίαν — μωκίᾱν , μωκία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)